Σομαλός

Σομαλός
ο, θηλ. Σομαλή, Ν
1. κάτοικος τής Σομαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σομαλία
2. στον πληθ. οι Σομαλοί
αφρικανικός λαός που κατοικεί στη Σομαλία, σε μια στενή λωρίδα τού Τζιμπουτί, στην αιθιοπική επαρχία Ογκαντέν και σε τμήμα τής βορειοδυτικής Κένυας και μιλάει μια γλώσσα τού κουσιτικού κλάδου τής χαμιτο-σημιτικής γλωσσικής οικογένειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”